- σαμποτάρισμα
- το, Ν [σαμποτάρω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαμποτάρω, το σαμποτάζ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαμποτάρισμα — το, ατος 1. δολιοφθορά. 2. κωλυσιεργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)